- ἔκθαμβος
- ἔκθαμβοςamazedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έκθαμβος — η, ο (AM ἔκθαμβος, ον) αυτός που καταλαμβάνεται από θαυμασμό ή κατάπληξη αρχ. φοβερός, φρικτός … Dictionary of Greek
έκθαμβος — η, ο έκπληκτος, εμβρόντητος, σαστισμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἔκθαμβον — ἔκθαμβος amazed masc/fem acc sg ἔκθαμβος amazed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθάμβους — ἔκθαμβος amazed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκθάμβῳ — ἔκθαμβος amazed masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκθαμβα — ἔκθαμβος amazed neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔκθαμβοι — ἔκθαμβος amazed masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ужасный — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} = прил. (греч. φρικτός) изумительный, возбуждающий… … Словарь церковнославянского языка
ατύζομαι — ἀτύζομαι και ἀτύζω (Α) 1. συνταράσσομαι, τρομάζω, φοβάμαι 2. ταράζομαι από λύπη 3. εκπλήσσομαι, μένω έκθαμβος 4. ( ω) τρομάζω κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ. συσχετίστηκε με τα χεττιτ. hatuki «τρομερός, φοβερός» και αλβ. tus «τρομάζω»,… … Dictionary of Greek
εκθαμβώ — ἐκθαμβῶ ( έω) (AM) προκαλώ κατάπληξη μσν. ἐκθαμβοῡμαι τρομάζω αρχ. 1. γίνομαι έκθαμβος, εκπλήττομαι 2. κοροϊδεύω, χλευάζω … Dictionary of Greek